λαβρώνιον: Difference between revisions

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
(c2)
 
(22)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0002.png Seite 2]] τό, = Vorigem, Men. bei Ath. a. a. O. im plur.; vgl. Suid. u. Meincke Men. 14.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0002.png Seite 2]] τό, = Vorigem, Men. bei Ath. a. a. O. im plur.; vgl. Suid. u. Meincke Men. 14.
}}
{{grml
|mltxt=[[λαβρώνιον]], τὸ, και [[λαβρώνιος]], ὁ (AM)<br />[[είδος]] μεγάλου και πλατιού περσικού ποτηριού που είχε μεγάλες λαβές στολισμένες με ανάγλυφα ή και με πολύτιμους λίθους («[[ἔνδον]] ἔστ', ἄνδρες ποτηρίδια..., τραγέλαφοι, λαβρώνια», Μεν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει συνδεθεί με την λ. [[λαβρότης]], πιθ. όμως να [[είναι]] [[δάνειο]] από την Περσική].
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 2] τό, = Vorigem, Men. bei Ath. a. a. O. im plur.; vgl. Suid. u. Meincke Men. 14.

Greek Monolingual

λαβρώνιον, τὸ, και λαβρώνιος, ὁ (AM)
είδος μεγάλου και πλατιού περσικού ποτηριού που είχε μεγάλες λαβές στολισμένες με ανάγλυφα ή και με πολύτιμους λίθους («ἔνδον ἔστ', ἄνδρες ποτηρίδια..., τραγέλαφοι, λαβρώνια», Μεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει συνδεθεί με την λ. λαβρότης, πιθ. όμως να είναι δάνειο από την Περσική].