Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λεπυρώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
(Bailly1_3)
(23)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br /><b>1</b> <i>c.</i> [[λεπυριώδης]];<br /><b>2</b> couvert d’écailles.<br />'''Étymologie:''' [[λέπυρον]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br /><b>1</b> <i>c.</i> [[λεπυριώδης]];<br /><b>2</b> couvert d’écailles.<br />'''Étymologie:''' [[λέπυρον]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[λεπυρώδης]], -ες) αυτός που αποτελείται από [[πολλά]] αλλεπάλληλα λέπυρα.
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπῠρώδης Medium diacritics: λεπυρώδης Low diacritics: λεπυρώδης Capitals: ΛΕΠΥΡΩΔΗΣ
Transliteration A: lepyrṓdēs Transliteration B: lepyrōdēs Transliteration C: lepyrodis Beta Code: lepurw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A = λεπυριώδης, Thphr.HP1.6.7.

German (Pape)

[Seite 32] ες, = λεπυριώδης, von Zwiebelgewächsen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

λεπῠρώδης: -ες, = λεπυριώδης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 7., 9. 9, 6.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
1 c. λεπυριώδης;
2 couvert d’écailles.
Étymologie: λέπυρον, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες (Α λεπυρώδης, -ες) αυτός που αποτελείται από πολλά αλλεπάλληλα λέπυρα.