λεσβιάζω: Difference between revisions
From LSJ
ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like
(Bailly1_3) |
(23) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=imiter les Lesbiennes.<br />'''Étymologie:''' [[Λέσβιος]]. | |btext=imiter les Lesbiennes.<br />'''Étymologie:''' [[Λέσβιος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(Α [[λεσβιάζω]]) [[Λέσβιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[γυναίκα]]) έχω την ερωτική [[διαστροφή]] τών λεσβιάδων, έχω ομοφυλόφιλες ερωτικές σχέσεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> επιδίδομαι σε στοματικό έρωτα<br /><b>2.</b> [[συνθέτω]] αισχρά ποιήματα, [[αισχρολογώ]] ως [[ποιητής]] («αὕτη ποθ' ἡ Μοῡσα οὐκ ἐλεσβίαζεν, οὔ», <b>Αριστοφ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:43, 29 September 2017
French (Bailly abrégé)
imiter les Lesbiennes.
Étymologie: Λέσβιος.
Greek Monolingual
(Α λεσβιάζω) Λέσβιος
νεοελλ.
(για γυναίκα) έχω την ερωτική διαστροφή τών λεσβιάδων, έχω ομοφυλόφιλες ερωτικές σχέσεις
αρχ.
1. επιδίδομαι σε στοματικό έρωτα
2. συνθέτω αισχρά ποιήματα, αισχρολογώ ως ποιητής («αὕτη ποθ' ἡ Μοῡσα οὐκ ἐλεσβίαζεν, οὔ», Αριστοφ.).