λεσβιάζω
From LSJ
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
English (LSJ)
do like the Lesbian women, Latin fellare, Ar. Ra. 1308, Luc. Pseudol. 28.
French (Bailly abrégé)
imiter les Lesbiennes.
Étymologie: Λέσβιος.
Greek Monolingual
(Α λεσβιάζω) Λέσβιος
νεοελλ.
(για γυναίκα) έχω την ερωτική διαστροφή τών λεσβιάδων, έχω ομοφυλόφιλες ερωτικές σχέσεις
αρχ.
1. επιδίδομαι σε στοματικό έρωτα
2. συνθέτω αισχρά ποιήματα, αισχρολογώ ως ποιητής («αὕτη ποθ' ἡ Μοῦσα οὐκ ἐλεσβίαζεν, οὔ», Αριστοφ.).
Russian (Dvoretsky)
λεσβιάζω: следовать лесбосским нравам Arph.