λογίατρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(6_14)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λογίατρος''': ὁ, ἐν λόγοις μόνον [[ἰατρός]], Γαλην. τ. 8, σ. 670F· - [[ὅθεν]] [[λογοϊατρεία]], ἡ, Φίλων 1. 526.
|lstext='''λογίατρος''': ὁ, ἐν λόγοις μόνον [[ἰατρός]], Γαλην. τ. 8, σ. 670F· - [[ὅθεν]] [[λογοϊατρεία]], ἡ, Φίλων 1. 526.
}}
{{grml
|mltxt=[[λογίατρος]], ὁ (Α)<br />[[γιατρός]] μόνο στα [[λόγια]], [[ψευτογιατρός]], κομπογιαννίτης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λογο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἰατρός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἰῶμαι</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:43, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογίατρος Medium diacritics: λογίατρος Low diacritics: λογίατρος Capitals: ΛΟΓΙΑΤΡΟΣ
Transliteration A: logíatros Transliteration B: logiatros Transliteration C: logiatros Beta Code: logi/atros

English (LSJ)

ὁ,

   A a physician only in words, Gal.Libr.Propr.1, Id.15.159, al.:—hence λογ-ιατρεία, ἡ, Ph.1.526 (v.l. λογοιατρεία).

Greek (Liddell-Scott)

λογίατρος: ὁ, ἐν λόγοις μόνον ἰατρός, Γαλην. τ. 8, σ. 670F· - ὅθεν λογοϊατρεία, ἡ, Φίλων 1. 526.

Greek Monolingual

λογίατρος, ὁ (Α)
γιατρός μόνο στα λόγια, ψευτογιατρός, κομπογιαννίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο- + ἰατρός (< ἰῶμαι)].