Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεσόχωρος: Difference between revisions

From LSJ

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
(6_16)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεσόχωρος''': -ον, [[μεσόγειος]], ἢ ἐν μέσῳ χώρας τινός, Γλωσσ. τὸ μεσόχωρον, τὸ [[μέσον]] [[διάστημα]], Ἀπολλοδ. Πολιορκ. σ. 42.
|lstext='''μεσόχωρος''': -ον, [[μεσόγειος]], ἢ ἐν μέσῳ χώρας τινός, Γλωσσ. τὸ μεσόχωρον, τὸ [[μέσον]] [[διάστημα]], Ἀπολλοδ. Πολιορκ. σ. 42.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεσόχωρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στο [[μέσον]] κάποιας χώρας, ο [[μεσόγειος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μεσόχωρον</i><br />το [[μέσο]] [[διάστημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χώρα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ομοιό</i>-<i>χωρος</i>, <i>πληθό</i>-<i>χωρος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:46, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσόχωρος Medium diacritics: μεσόχωρος Low diacritics: μεσόχωρος Capitals: ΜΕΣΟΧΩΡΟΣ
Transliteration A: mesóchōros Transliteration B: mesochōros Transliteration C: mesochoros Beta Code: meso/xwros

English (LSJ)

ον,

   A midland, Gloss.; τὸ μ. the middle space, Apollod.Poliorc. 192.6.

German (Pape)

[Seite 141] mitten im Lande, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεσόχωρος: -ον, μεσόγειος, ἢ ἐν μέσῳ χώρας τινός, Γλωσσ. τὸ μεσόχωρον, τὸ μέσον διάστημα, Ἀπολλοδ. Πολιορκ. σ. 42.

Greek Monolingual

μεσόχωρος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται στο μέσον κάποιας χώρας, ο μεσόγειος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσόχωρον
το μέσο διάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + -χωρος (< χώρα), πρβλ. ομοιό-χωρος, πληθό-χωρος].