μετακίνημα: Difference between revisions
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(6_21) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μετακίνημα''': τό, [[κίνησις]], τά δὲ σμικρὰ μετακινήματα τῶν ὀψέων Ἱππ. Προρρητικ. 102, 40. | |lstext='''μετακίνημα''': τό, [[κίνησις]], τά δὲ σμικρὰ μετακινήματα τῶν ὀψέων Ἱππ. Προρρητικ. 102, 40. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Α [[μετακίνημα]]) [[μετακινώ]]<br />[[μετακίνηση]], [[μετάθεση]] («τὰ δὲ σμικρά μετακινήματα τῶν ὄψεων», Ιπποκρ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:46, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A movement, displacement, τῶν ὄψεων Hp.Prorrh.2.19 (pl.), cf. Al.Ps.43(44).15.
German (Pape)
[Seite 147] τό, das Umgestellte, die Umstellung, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
μετακίνημα: τό, κίνησις, τά δὲ σμικρὰ μετακινήματα τῶν ὀψέων Ἱππ. Προρρητικ. 102, 40.
Greek Monolingual
το (Α μετακίνημα) μετακινώ
μετακίνηση, μετάθεση («τὰ δὲ σμικρά μετακινήματα τῶν ὄψεων», Ιπποκρ.).