μαρικᾶς: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(6_15) |
(24) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μαρικᾶς''': ὁ, ξενικὴ [[λέξις]] δηλοῦσα κίναιδον, κατὰ τὸν Ἡσύχ.· διὰ τούτου τοῦ ὀνόματος ὁ Εὔπολις προβάλλει τὸν Ὑπέρβολον, Ἀριστοφ. Νεφ. 553, πρβλ. Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 1, σ. 137· - κατά τινας ἡ [[λέξις]] σημαίνει: «[[ὑποκόρισμα]] παιδίου ἄρρενος βαρβαρικοῦ» Ἡσύχ. ἐν λ. | |lstext='''μαρικᾶς''': ὁ, ξενικὴ [[λέξις]] δηλοῦσα κίναιδον, κατὰ τὸν Ἡσύχ.· διὰ τούτου τοῦ ὀνόματος ὁ Εὔπολις προβάλλει τὸν Ὑπέρβολον, Ἀριστοφ. Νεφ. 553, πρβλ. Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 1, σ. 137· - κατά τινας ἡ [[λέξις]] σημαίνει: «[[ὑποκόρισμα]] παιδίου ἄρρενος βαρβαρικοῦ» Ἡσύχ. ἐν λ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=μαρικᾱς, ὁ (Α)<br />ο [[κίναιδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. [[δάνειο]] από το ιραν. <i>maryaka</i>-]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:46, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, a foreign word for κίναιδος, Hsch.; under this name Eupolis attacked Hyperbolus, Ar.Nu.553.
Greek (Liddell-Scott)
μαρικᾶς: ὁ, ξενικὴ λέξις δηλοῦσα κίναιδον, κατὰ τὸν Ἡσύχ.· διὰ τούτου τοῦ ὀνόματος ὁ Εὔπολις προβάλλει τὸν Ὑπέρβολον, Ἀριστοφ. Νεφ. 553, πρβλ. Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 1, σ. 137· - κατά τινας ἡ λέξις σημαίνει: «ὑποκόρισμα παιδίου ἄρρενος βαρβαρικοῦ» Ἡσύχ. ἐν λ.
Greek Monolingual
μαρικᾱς, ὁ (Α)
ο κίναιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. δάνειο από το ιραν. maryaka-].