μειλικτικός: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(6_10)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μειλικτικός''': -ή, -όν, = τῷ προηγ., ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 233.
|lstext='''μειλικτικός''': -ή, -όν, = τῷ προηγ., ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 233.
}}
{{grml
|mltxt=[[μειλικτικός]], -ή, -όν (Α)<br />[[μειλικτός]]<br />ο [[μειλικτήριος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μειλικτικῶς</i> (Α) με μειλικτήριο τρόπο.
}}
}}

Revision as of 06:46, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μειλικτικός Medium diacritics: μειλικτικός Low diacritics: μειλικτικός Capitals: ΜΕΙΛΙΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: meiliktikós Transliteration B: meiliktikos Transliteration C: meiliktikos Beta Code: meiliktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, = foreg. Adv. -κῶς Sch.Ar.Pl.233.

German (Pape)

[Seite 115] = Vorigem, adv., Schol. Ar. Plut. 233.

Greek (Liddell-Scott)

μειλικτικός: -ή, -όν, = τῷ προηγ., ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 233.

Greek Monolingual

μειλικτικός, -ή, -όν (Α)
μειλικτός
ο μειλικτήριος.
επίρρ...
μειλικτικῶς (Α) με μειλικτήριο τρόπο.