μελισσοκράς: Difference between revisions
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(6_5) |
(24) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελισσοκράς''': -ᾶτος, ὁ καὶ ἡ, «ἡ γλυκεῖα [[δέλτος]], ἡ μέλιτι κεκραμένη» Ἡσύχ. | |lstext='''μελισσοκράς''': -ᾶτος, ὁ καὶ ἡ, «ἡ γλυκεῖα [[δέλτος]], ἡ μέλιτι κεκραμένη» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μελισσοκράς]] ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἡ γλυκεῑα [[δέλτος]], ἢ μέλιτι κεκραμένη», δηλ. η [[δέλτος]], το ξύλινο [[πλαίσιο]] το οποίο περικλείει την [[κηρήθρα]] που περιέχει [[μέλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. ενός αμάρτυρου επιθέτου [[μελισσοκράς]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλισσα]] <span style="color: red;">+</span> -[[κρας]] <span style="color: red;"><</span> [[κεράννυμι]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:46, 29 September 2017
English (LSJ)
(parox. cod.)· ἡ γλυκεῖα δέλτος, ἢ μέλιτι κεκραμένη, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
μελισσοκράς: -ᾶτος, ὁ καὶ ἡ, «ἡ γλυκεῖα δέλτος, ἡ μέλιτι κεκραμένη» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μελισσοκράς ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἡ γλυκεῑα δέλτος, ἢ μέλιτι κεκραμένη», δηλ. η δέλτος, το ξύλινο πλαίσιο το οποίο περικλείει την κηρήθρα που περιέχει μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. ενός αμάρτυρου επιθέτου μελισσοκράς (< μέλισσα + -κρας < κεράννυμι)].