μαντευτικός: Difference between revisions
From LSJ
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
(6_11) |
(24) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μαντευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μαντείαν· - ἡ -κή (ἐνν. [[τέχνη]]) = [[μαντεία]], Πλούτ. 2. 432Ε. | |lstext='''μαντευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μαντείαν· - ἡ -κή (ἐνν. [[τέχνη]]) = [[μαντεία]], Πλούτ. 2. 432Ε. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μαντευτικός]], -ή, -όν) [[μαντεύω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μαντεία]], [[μαντικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:46, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for divination: ἡ -κή (sc. τέχνη), = μαντεία, f.l. in E.Ba.299 as cited by Plu.2.432e.
Greek (Liddell-Scott)
μαντευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μαντείαν· - ἡ -κή (ἐνν. τέχνη) = μαντεία, Πλούτ. 2. 432Ε.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α μαντευτικός, -ή, -όν) μαντεύω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαντεία, μαντικός.