μεριτεία: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470
(6_10)
(24)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μερῑτεία''': ἡ, = μεριδαρχία, Ἡσύχ., Φώτ. ([[ἔνθα]] μεριτία)·
|lstext='''μερῑτεία''': ἡ, = μεριδαρχία, Ἡσύχ., Φώτ. ([[ἔνθα]] μεριτία)·
}}
{{grml
|mltxt=[[μεριτεία]], ἡ (Α) [[μεριτεύομαι]]<br /><b>1.</b> [[διανομή]] ιδιοκτησίας, [[μοιρασιά]] περιουσίας<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μεριδαρχία]]».
}}
}}

Revision as of 06:47, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μερῑτεία Medium diacritics: μεριτεία Low diacritics: μεριτεία Capitals: ΜΕΡΙΤΕΙΑ
Transliteration A: meriteía Transliteration B: meriteia Transliteration C: meriteia Beta Code: meritei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A division of property, PFay.97.16 (i A. D.).    II = μεριδαρχία, Hsch., Phot. (ubi μεριτία).

Greek (Liddell-Scott)

μερῑτεία: ἡ, = μεριδαρχία, Ἡσύχ., Φώτ. (ἔνθα μεριτία)·

Greek Monolingual

μεριτεία, ἡ (Α) μεριτεύομαι
1. διανομή ιδιοκτησίας, μοιρασιά περιουσίας
2. (κατά τον Ησύχ.) «μεριδαρχία».