μινυός: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
(6_16)
(25)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μινυός''': -όν, = [[μινύς]], [[μικρός]], Εὐστ. 618, 23.
|lstext='''μινυός''': -όν, = [[μινύς]], [[μικρός]], Εὐστ. 618, 23.
}}
{{grml
|mltxt=[[μινυός]] (Μ)<br />([[κατά]] τον <b>Ευστ.</b>) [[μικρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. συνδέεται με το αμφίβολης μαρτυρίας επίθ. [[μινύς]] «[[μικρός]], [[ολίγος]]» (<b>βλ. λ.</b> [[μινύθω]])].
}}
}}

Latest revision as of 06:47, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 188] = μινύς, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

μινυός: -όν, = μινύς, μικρός, Εὐστ. 618, 23.

Greek Monolingual

μινυός (Μ)
(κατά τον Ευστ.) μικρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. συνδέεται με το αμφίβολης μαρτυρίας επίθ. μινύς «μικρός, ολίγος» (βλ. λ. μινύθω)].