μιαιγαμία: Difference between revisions
From LSJ
κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things
(6_9) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μιαιγᾰμία''': ἡ, [[παράνομος]] [[γάμος]], Καισάριος 920. | |lstext='''μιαιγᾰμία''': ἡ, [[παράνομος]] [[γάμος]], Καισάριος 920. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μιαιγαμία]], ἡ (ΑΜ)<br />[[μιαρός]], [[παράνομος]] [[γάμος]], [[αιμομιξία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μιαι</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[μιαίνω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>γαμία</i>, μέσω ενός αμάρτυρου τ. <i>μιαιγάμος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:47, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A unlawful wedlock, in pl., Suid.
German (Pape)
[Seite 181] ἡ, Befleckung durch Ehe, Blutschande, Suid., nach μιαιφονία gebildet.
Greek (Liddell-Scott)
μιαιγᾰμία: ἡ, παράνομος γάμος, Καισάριος 920.
Greek Monolingual
μιαιγαμία, ἡ (ΑΜ)
μιαρός, παράνομος γάμος, αιμομιξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μιαι- (βλ. λ. μιαίνω) + -γαμία, μέσω ενός αμάρτυρου τ. μιαιγάμος].