ἀκροβάτης: Difference between revisions
Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall
(big3_2) |
(2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ὁ [[acróbata]], [[volatinero]], miembro de un gremio o cofradía relig. vinculada al templo de Ártemis Efesia ἀκροβάται τῆς Ἀρτέμιδος <i>IEphesos</i> 4327.6, cf. 27.537 (ambas II d.C.), ἀ. ἐπὶ θυμιάτρου <i>IEphesos</i> 1025.7 (II d.C.), ἱερὸς ἀ. <i>SEG</i> 34.1100 (Éfeso, imper.), cf. Hsch., tb. adscrita al personal de Ártemis Leucofriene en Magnesia ὁ τόπος τρικλείνου ἱερῶν αὐλητρίδων καὶ ἀκροβατῶν <i>IM</i> 237 (imper.), como bailarines en celebraciones privadas <i>PRyl</i>.641.22 (IV d.C.). | |dgtxt=-ου, ὁ [[acróbata]], [[volatinero]], miembro de un gremio o cofradía relig. vinculada al templo de Ártemis Efesia ἀκροβάται τῆς Ἀρτέμιδος <i>IEphesos</i> 4327.6, cf. 27.537 (ambas II d.C.), ἀ. ἐπὶ θυμιάτρου <i>IEphesos</i> 1025.7 (II d.C.), ἱερὸς ἀ. <i>SEG</i> 34.1100 (Éfeso, imper.), cf. Hsch., tb. adscrita al personal de Ártemis Leucofriene en Magnesia ὁ τόπος τρικλείνου ἱερῶν αὐλητρίδων καὶ ἀκροβατῶν <i>IM</i> 237 (imper.), como bailarines en celebraciones privadas <i>PRyl</i>.641.22 (IV d.C.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[ἀκροβάτης]]) (Ν θηλ. ακροβάτις και ακροβάτρια)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βαδίζει στις μύτες τών ποδιών του<br /><b>2.</b> ο ειδικευμένος [[εκτελεστής]] γυμναστικών ασκήσεων με ή [[χωρίς]] όργανα, όπως η [[σχοινοβασία]], η [[αιώρηση]] κ.ά.<br /><b>3.</b> αυτός που έχει ως [[επάγγελμα]] τις ακροβασίες, ο [[επαγγελματίας]] [[ακροβάτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εκτελεί τελετουργικές ακροβασίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ακρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] <span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακροβατικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακροβασία]], [[ακροβατισμός]], [[ακροβατηδόν]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:49, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A acrobat, Inscr.Magn.119; τῆς Ἀρτέμιδος BMus.Inscr.4.481*.459 (Ephesus).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ acróbata, volatinero, miembro de un gremio o cofradía relig. vinculada al templo de Ártemis Efesia ἀκροβάται τῆς Ἀρτέμιδος IEphesos 4327.6, cf. 27.537 (ambas II d.C.), ἀ. ἐπὶ θυμιάτρου IEphesos 1025.7 (II d.C.), ἱερὸς ἀ. SEG 34.1100 (Éfeso, imper.), cf. Hsch., tb. adscrita al personal de Ártemis Leucofriene en Magnesia ὁ τόπος τρικλείνου ἱερῶν αὐλητρίδων καὶ ἀκροβατῶν IM 237 (imper.), como bailarines en celebraciones privadas PRyl.641.22 (IV d.C.).
Greek Monolingual
ο (Α ἀκροβάτης) (Ν θηλ. ακροβάτις και ακροβάτρια)
νεοελλ.
1. αυτός που βαδίζει στις μύτες τών ποδιών του
2. ο ειδικευμένος εκτελεστής γυμναστικών ασκήσεων με ή χωρίς όργανα, όπως η σχοινοβασία, η αιώρηση κ.ά.
3. αυτός που έχει ως επάγγελμα τις ακροβασίες, ο επαγγελματίας ακροβάτης
αρχ.
αυτός που εκτελεί τελετουργικές ακροβασίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο- (Ι) + -βάτης < βαίνω.
ΠΑΡ. ακροβατικός
νεοελλ.
ακροβασία, ακροβατισμός, ακροβατηδόν].