ἀλλεπαλληλία: Difference between revisions
From LSJ
(big3_3) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ [[acumulación]] c. gen. τῶν φωνηέντων Eust.12.3. | |dgtxt=-ας, ἡ [[acumulación]] c. gen. τῶν φωνηέντων Eust.12.3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Μ [[ἀλλεπαλληλία]]) [[ἀλλεπάλληλος]]<br />αλληλοδιάδοχη [[παράθεση]] πολλών πραγμάτων, [[συνέχεια]] (τοπικά ή χρονικά), [[επισώρευση]], [[συσσώρευση]], [[συρροή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:50, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A accumulation, Eust.12.3. ἀλλεπάλληλος, ον, one upon another, successive, ῥανίδες EM702.20; νῆσσαι Sch.Arat. 982; cumulative, σύνθεσις (as in συν-ομ-ήλικες) EM291.37; τὸ ἀ. accumulation, Paus.9.39.4; alternating, varying, δρόμοι Vett. Val.331.22; constantly changing, ἀποτελέσματα 243.29. Adv. -ως in varied style, 272.23:—also, in layers, of stones, Arg.E.Ph.:—perh. to be written divisim ἄλλ' ἐπ., Alciphr.Fr.6.11.
German (Pape)
[Seite 102] ὴ, die Häufung Eines auf das Andere, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλεπαλληλία: ἡ, ἐπισώρευσις, Εὐστ. 12. 3.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ acumulación c. gen. τῶν φωνηέντων Eust.12.3.
Greek Monolingual
η (Μ ἀλλεπαλληλία) ἀλλεπάλληλος
αλληλοδιάδοχη παράθεση πολλών πραγμάτων, συνέχεια (τοπικά ή χρονικά), επισώρευση, συσσώρευση, συρροή.