ἀμαλακιστία: Difference between revisions

From LSJ

Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir

Menander, Monostichoi, 302
(big3_3)
(3)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀμᾰλᾰκιστία) -ας, ἡ<br />[[dureza]], [[inexorabilidad]]como etim. de [[Ἀμάλθεια]] D.S.4.35, Lyd.<i>Mens</i>.4.71, <i>Et.Gen</i>.583, Zonar.s.u. [[Ἀμάλθεια]].
|dgtxt=(ἀμᾰλᾰκιστία) -ας, ἡ<br />[[dureza]], [[inexorabilidad]]como etim. de [[Ἀμάλθεια]] D.S.4.35, Lyd.<i>Mens</i>.4.71, <i>Et.Gen</i>.583, Zonar.s.u. [[Ἀμάλθεια]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀμαλακιστία]], η (Α) [[ἀμαλάκιστος]]<br />το να μην [[είναι]] [[κάτι]] μαλακό ή να μην μπορεί να μαλακώσει, [[σκληράδα]], [[σκληρότητα]].
}}
}}

Revision as of 06:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμαλακιστία Medium diacritics: ἀμαλακιστία Low diacritics: αμαλακιστία Capitals: ΑΜΑΛΑΚΙΣΤΙΑ
Transliteration A: amalakistía Transliteration B: amalakistia Transliteration C: amalakistia Beta Code: a)malakisti/a

English (LSJ)

ἡ,

   A incapability of being softened, hardness, etym. of Ἀμάλθεια, D.S.4.35.

German (Pape)

[Seite 115] ἡ, Unermüdbarkeit, Abhärtung, Diod. S. 4, 35.

Spanish (DGE)

(ἀμᾰλᾰκιστία) -ας, ἡ
dureza, inexorabilidadcomo etim. de Ἀμάλθεια D.S.4.35, Lyd.Mens.4.71, Et.Gen.583, Zonar.s.u. Ἀμάλθεια.

Greek Monolingual

ἀμαλακιστία, η (Α) ἀμαλάκιστος
το να μην είναι κάτι μαλακό ή να μην μπορεί να μαλακώσει, σκληράδα, σκληρότητα.