ἀμέθεκτος: Difference between revisions
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
(big3_3) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />fil.<br /><b class="num">1</b> [[que no admite participación del]] mundo suprasensible, etc. τάς τε ἀμεθέκτους αἰτίας καὶ τὰς μεθεκτάς Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.308, ἡ δὲ σοφία τῶν χωριστῶν ἐστι καὶ παντελῶς ἀμεθέκτων Alex.Aphr.<i>in Metaph</i>.637.12, cf. Procl.<i>Inst</i>.23, Dam.<i>Pr</i>.104, 136<i>ter</i>, Simp.<i>in de An</i>.218.5, Ascl.<i>in Metaph</i>.115.36, ὁ ἀ. νοῦς <i>Cat.Cod.Astr</i>.9(1).121.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin admitir participación]] en el mismo sent. ἀμεθέκτως μὲν γὰρ μετέχουσι τῆς ἀληθείας τὰ νοητά Ascl.<i>in Metaph</i>.115.36. | |dgtxt=-ον<br />fil.<br /><b class="num">1</b> [[que no admite participación del]] mundo suprasensible, etc. τάς τε ἀμεθέκτους αἰτίας καὶ τὰς μεθεκτάς Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.308, ἡ δὲ σοφία τῶν χωριστῶν ἐστι καὶ παντελῶς ἀμεθέκτων Alex.Aphr.<i>in Metaph</i>.637.12, cf. Procl.<i>Inst</i>.23, Dam.<i>Pr</i>.104, 136<i>ter</i>, Simp.<i>in de An</i>.218.5, Ascl.<i>in Metaph</i>.115.36, ὁ ἀ. νοῦς <i>Cat.Cod.Astr</i>.9(1).121.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin admitir participación]] en el mismo sent. ἀμεθέκτως μὲν γὰρ μετέχουσι τῆς ἀληθείας τὰ νοητά Ascl.<i>in Metaph</i>.115.36. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀμέθεκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν μετέχει σε [[κάτι]], [[αμέτοχος]], [[ξεχωριστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητικό <span style="color: red;">+</span> <i>μεθεκτὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[μετέχω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμεθεξία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:51, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A imparticipable, Alex.Aphr.in Metaph.637.12, Simp.in de An.218.5, Procl.Inst.23, al.; αἰτίαι Chrysipp.(?) Stoic.2.308. Adv. -τως Ascl.in Metaph.115.36.
German (Pape)
[Seite 120] nicht theilnehmend, Orph. frg.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμέθεκτος: -ον, μὴ μετέχων, καὶ ἐπίρρ. -τως Ἐκκλ.
Spanish (DGE)
-ον
fil.
1 que no admite participación del mundo suprasensible, etc. τάς τε ἀμεθέκτους αἰτίας καὶ τὰς μεθεκτάς Chrysipp.Stoic.2.308, ἡ δὲ σοφία τῶν χωριστῶν ἐστι καὶ παντελῶς ἀμεθέκτων Alex.Aphr.in Metaph.637.12, cf. Procl.Inst.23, Dam.Pr.104, 136ter, Simp.in de An.218.5, Ascl.in Metaph.115.36, ὁ ἀ. νοῦς Cat.Cod.Astr.9(1).121.
2 adv. -ως sin admitir participación en el mismo sent. ἀμεθέκτως μὲν γὰρ μετέχουσι τῆς ἀληθείας τὰ νοητά Ascl.in Metaph.115.36.
Greek Monolingual
ἀμέθεκτος, -ον (Α)
αυτός που δεν μετέχει σε κάτι, αμέτοχος, ξεχωριστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητικό + μεθεκτὸς < μετέχω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμεθεξία.