Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀμέθεκτος

From LSJ

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμέθεκτος Medium diacritics: ἀμέθεκτος Low diacritics: αμέθεκτος Capitals: ΑΜΕΘΕΚΤΟΣ
Transliteration A: améthektos Transliteration B: amethektos Transliteration C: amethektos Beta Code: a)me/qektos

English (LSJ)

ἀμέθεκτον, imparticipable, Alex.Aphr.in Metaph.637.12, Simp.in de An.218.5, Procl.Inst.23, al.; αἰτίαι Chrysipp.(?) Stoic.2.308. Adv. ἀμεθέκτως = without participating Ascl.in Metaph.115.36.

Spanish (DGE)

-ον
fil.
1 que no admite participación del mundo suprasensible, etc. τάς τε ἀμεθέκτους αἰτίας καὶ τὰς μεθεκτάς Chrysipp.Stoic.2.308, ἡ δὲ σοφία τῶν χωριστῶν ἐστι καὶ παντελῶς ἀμεθέκτων Alex.Aphr.in Metaph.637.12, cf. Procl.Inst.23, Dam.Pr.104, 136ter, Simp.in de An.218.5, Ascl.in Metaph.115.36, ὁ ἀ. νοῦς Cat.Cod.Astr.9(1).121.
2 adv. ἀμεθέκτως = sin admitir participación en el mismo sent. ἀμεθέκτως μὲν γὰρ μετέχουσι τῆς ἀληθείας τὰ νοητά Ascl.in Metaph.115.36.

German (Pape)

[Seite 120] nicht theilnehmend, Orph. frg.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμέθεκτος: -ον, μὴ μετέχων, καὶ ἐπίρρ. ἀμεθέκτως Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ἀμέθεκτος, -ον (Α)
αυτός που δεν μετέχει σε κάτι, αμέτοχος, ξεχωριστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητικό + μεθεκτὸς < μετέχω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμεθεξία.