ἀμπελόφυτος: Difference between revisions
From LSJ
(big3_3) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[que produce vides]] o [[plantada de vides]] χώρα D.S.1.36, 5.16, γῆ Str.5.3.1, Ph.2.371, <i>PMasp</i>.151.125 (VI a.C.), κῶμη Str.9.5.19, νῆσος <i>EM</i> 712.49G, ὄρη Poll.1.228. | |dgtxt=-ον<br />[[que produce vides]] o [[plantada de vides]] χώρα D.S.1.36, 5.16, γῆ Str.5.3.1, Ph.2.371, <i>PMasp</i>.151.125 (VI a.C.), κῶμη Str.9.5.19, νῆσος <i>EM</i> 712.49G, ὄρη Poll.1.228. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμπελόφυτος]], -ον)<br />(για τόπους) ο φυτεμένος με αμπέλια, [[κατάφυτος]] από αμπέλια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄμπελος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[φύομαι]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A planted with vines, growing vines, D.S.1.36, Str.5.3.1, Ph.2.371.
German (Pape)
[Seite 129] mit Wein bepflanzt, Strab.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπελόφῠτος: -ον, ὁ κατάφυτος ἐξ ἀμπέλων, ἀμπελοφόρος τόπος, Διον. 1. 36, κτλ.
Spanish (DGE)
-ον
que produce vides o plantada de vides χώρα D.S.1.36, 5.16, γῆ Str.5.3.1, Ph.2.371, PMasp.151.125 (VI a.C.), κῶμη Str.9.5.19, νῆσος EM 712.49G, ὄρη Poll.1.228.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμπελόφυτος, -ον)
(για τόπους) ο φυτεμένος με αμπέλια, κατάφυτος από αμπέλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος + -φυτος < φύομαι].