ἀμφικρύπτω: Difference between revisions

From LSJ

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand, and I will move the Earth

Source
(big3_3)
(3)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[ocultar]], [[cubrir totalmente]] τοῖον ... νέφος [[ἀμφί]] σε κρύπτει E.<i>Hec</i>.907.
|dgtxt=[[ocultar]], [[cubrir totalmente]] τοῖον ... νέφος [[ἀμφί]] σε κρύπτει E.<i>Hec</i>.907.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀμφικρύπτω]] (Α) [[κρύπτω]]<br />[[σκεπάζω]] ή [[κρύβω]] [[κάτι]] από όλες τις πλευρές, [[περικαλύπτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κρύπτω]].
}}
}}

Revision as of 06:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφικρύπτω Medium diacritics: ἀμφικρύπτω Low diacritics: αμφικρύπτω Capitals: ΑΜΦΙΚΡΥΠΤΩ
Transliteration A: amphikrýptō Transliteration B: amphikryptō Transliteration C: amfikrypto Beta Code: a)mfikru/ptw

English (LSJ)

   A cover or hide on every side, τοῖον νέφος ἀμφί σε κρύπτει E.Hec.907.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφικρύπτω: περικαλύπτωκρύπτω πανταχόθεν, τοῖον νέφος ἀμφί σε κρύπτει Εὐρ. Ἑκ. 907.

French (Bailly abrégé)

couvrir.
Étymologie: ἀμφί, κρύπτω.

Spanish (DGE)

ocultar, cubrir totalmente τοῖον ... νέφος ἀμφί σε κρύπτει E.Hec.907.

Greek Monolingual

ἀμφικρύπτω (Α) κρύπτω
σκεπάζω ή κρύβω κάτι από όλες τις πλευρές, περικαλύπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + κρύπτω.