ἀναγκαστήρ: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(big3_3)
(3)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ῆρος, ὁ<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. ἀνανκ-<br />[[forzoso]], [[fatal]] ἀ. ἄτρακτοι de las Parcas <i>IG</i> 12(7).447 (Amorgos I a.C.).
|dgtxt=-ῆρος, ὁ<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. ἀνανκ-<br />[[forzoso]], [[fatal]] ἀ. ἄτρακτοι de las Parcas <i>IG</i> 12(7).447 (Amorgos I a.C.).
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀναγκαστήρ]], ο (Α)<br />αυτός που εξαναγκάζει, που επιβάλλει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀνάγκη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀναγκαστήριος]].
}}
}}

Revision as of 06:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναγκαστήρ Medium diacritics: ἀναγκαστήρ Low diacritics: αναγκαστήρ Capitals: ΑΝΑΓΚΑΣΤΗΡ
Transliteration A: anankastḗr Transliteration B: anankastēr Transliteration C: anagkastir Beta Code: a)nagkasth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A one that constrains, ἀ. ἄτρακτοι the constraining spindles of Fate, IG12(7).447 (Amorgos).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναγκαστήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ἐπιφέρων βίαν, ἐπιβάλλων ἀνάγκην, ἀναγκ. ἄτρακτοι, τῆς Μοίρας δηλ., Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 227. 7.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ

• Grafía: graf. ἀνανκ-
forzoso, fatal ἀ. ἄτρακτοι de las Parcas IG 12(7).447 (Amorgos I a.C.).

Greek Monolingual

ἀναγκαστήρ, ο (Α)
αυτός που εξαναγκάζει, που επιβάλλει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάγκη.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναγκαστήριος.