ἀναπαλλοτρίωτος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
(big3_4)
(4)
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[inalienable]] (ἀγροὺς) ἀ[ναπαλλο] τριώτους <i>TAM</i> 2.261b.15 (Licia) (prob. ἀ[νεξαλλο] τριώτους, cf. <i>Hell</i>.13.203).
|dgtxt=-ον<br />[[inalienable]] (ἀγροὺς) ἀ[ναπαλλο] τριώτους <i>TAM</i> 2.261b.15 (Licia) (prob. ἀ[νεξαλλο] τριώτους, cf. <i>Hell</i>.13.203).
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀναπαλλοτρίωτος]], -ον) [[ἀπαλλοτριῶ]]<br />αυτός που δεν μπορεί να απαλλοτριωθεί, ο [[ανεπίδεκτος]] απαλλοτριώσεως<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν απαλλοτριώθηκε, δεν περιήλθε στην [[κυριότητα]] άλλου ([[κυρίως]] του Δημοσίου).
}}
}}

Revision as of 06:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπαλλοτρίωτος Medium diacritics: ἀναπαλλοτρίωτος Low diacritics: αναπαλλοτρίωτος Capitals: ΑΝΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΤΟΣ
Transliteration A: anapallotríōtos Transliteration B: anapallotriōtos Transliteration C: anapallotriotos Beta Code: a)napallotri/wtos

English (LSJ)

ον,

   A inalienable, ἀγροί TAM261b15 (Lycia).

Spanish (DGE)

-ον
inalienable (ἀγροὺς) ἀ[ναπαλλο] τριώτους TAM 2.261b.15 (Licia) (prob. ἀ[νεξαλλο] τριώτους, cf. Hell.13.203).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναπαλλοτρίωτος, -ον) ἀπαλλοτριῶ
αυτός που δεν μπορεί να απαλλοτριωθεί, ο ανεπίδεκτος απαλλοτριώσεως
νεοελλ.
αυτός που δεν απαλλοτριώθηκε, δεν περιήλθε στην κυριότητα άλλου (κυρίως του Δημοσίου).