ἀναπαίτητος: Difference between revisions
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
(big3_4) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[que no puede ser reclamado]] χρήματα <i>IG</i> 12.<i>Suppl</i>.(2).116.17 (Metimna II a.C.). | |dgtxt=-ον<br />[[que no puede ser reclamado]] χρήματα <i>IG</i> 12.<i>Suppl</i>.(2).116.17 (Metimna II a.C.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀναπαίτητος]], -ον) [[ἀπαιτῶ]]<br />αυτός που δεν τον απαίτησε ή δεν τον απαιτεί [[κανείς]], [[αζήτητος]], [[αγύρευτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:53, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A not reclaimable, χρήματα Ἀρχ.Δελτ. 6.100 (Methymna, ii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπαίτητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις ν’ ἀπαιτήσῃ, Ἀνδρ. Παλαιολόγ. Χρυσόβουλ. ἐν Μεσ. Βιβλ. Σάθα, τόμ. Α΄, σ. 221.
Spanish (DGE)
-ον
que no puede ser reclamado χρήματα IG 12.Suppl.(2).116.17 (Metimna II a.C.).
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀναπαίτητος, -ον) ἀπαιτῶ
αυτός που δεν τον απαίτησε ή δεν τον απαιτεί κανείς, αζήτητος, αγύρευτος.