ἀνθρακοειδής: Difference between revisions
From LSJ
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
(big3_4) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές<br />[[de color carbón]] πυρωπὸν ... καὶ ἀνθρακοειδὲς ... χρώματα Ph.1.383. | |dgtxt=-ές<br />[[de color carbón]] πυρωπὸν ... καὶ ἀνθρακοειδὲς ... χρώματα Ph.1.383. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(Α [[ἀνθρακοειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του άνθρακα. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:54, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A like, or of the colour of, coal, Ph.1.383.
German (Pape)
[Seite 233] ές, kohlenartig, -farbig, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρᾰκοειδής: -ές, ὅμοιος ἄνθρακι ἢ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ ἄνθρακος, Φίλων 1. 383.
Spanish (DGE)
-ές
de color carbón πυρωπὸν ... καὶ ἀνθρακοειδὲς ... χρώματα Ph.1.383.
Greek Monolingual
(Α ἀνθρακοειδής, -ές)
αυτός που έχει το χρώμα του άνθρακα.