ἀξιομακάριστος: Difference between revisions

From LSJ

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation

Source
(big3_5)
(5)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[digno de alabanza]] Σωκράτης X.<i>Ap</i>.34, Παῦλος Ign.<i>Eph</i>.12.2.
|dgtxt=-ον<br />[[digno de alabanza]] Σωκράτης X.<i>Ap</i>.34, Παῦλος Ign.<i>Eph</i>.12.2.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀξιομακάριστος]], -ον)<br />αυτός που αξίζει να τον μακαρίζουν, να τον θεωρούν ευτυχισμένο.
}}
}}

Revision as of 06:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀξιομᾰκάριστος Medium diacritics: ἀξιομακάριστος Low diacritics: αξιομακάριστος Capitals: ΑΞΙΟΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: axiomakáristos Transliteration B: axiomakaristos Transliteration C: aksiomakaristos Beta Code: a)ciomaka/ristos

English (LSJ)

[κᾰ], ον,

   A worthy to be deemed happy, X.Ap.34 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 270] der glücklich gepriesen zuwerden verdient, Xen. Apol. 34.

Greek (Liddell-Scott)

ἀξιομακάριστος: [κᾰ], ον, ἄξιος μακαρισμοῦ, ἀξιομακαριστότατον Ξεν. Ἀπολ. 34.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
digne d’être regardé comme heureux.
Étymologie: ἄξιος, μακαρίζω.

Spanish (DGE)

-ον
digno de alabanza Σωκράτης X.Ap.34, Παῦλος Ign.Eph.12.2.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀξιομακάριστος, -ον)
αυτός που αξίζει να τον μακαρίζουν, να τον θεωρούν ευτυχισμένο.