ἀπακμάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
(6_2)
(5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπακμάζω''': [[παρακμάζω]], «ἀλλὰ οἱ πολλοὶ πολυγήρως ἀπακμάζουσι καὶ τῷ νῷ καὶ δὶς παῖδες οἱ γέροντες γίνονται» Στοβ. 536. 48.
|lstext='''ἀπακμάζω''': [[παρακμάζω]], «ἀλλὰ οἱ πολλοὶ πολυγήρως ἀπακμάζουσι καὶ τῷ νῷ καὶ δὶς παῖδες οἱ γέροντες γίνονται» Στοβ. 536. 48.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀπακμάζω]] (Α)<br />[[παρακμάζω]], [[εξασθενώ]].
}}
}}

Revision as of 06:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπακμάζω Medium diacritics: ἀπακμάζω Low diacritics: απακμάζω Capitals: ΑΠΑΚΜΑΖΩ
Transliteration A: apakmázō Transliteration B: apakmazō Transliteration C: apakmazo Beta Code: a)pakma/zw

English (LSJ)

   A go out of bloom, fade away, v.l. in Pl.Ax.367b (ap. Stob.).

German (Pape)

[Seite 275] verblühen, v. l. des Stob. in Axioch. 367 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπακμάζω: παρακμάζω, «ἀλλὰ οἱ πολλοὶ πολυγήρως ἀπακμάζουσι καὶ τῷ νῷ καὶ δὶς παῖδες οἱ γέροντες γίνονται» Στοβ. 536. 48.

Greek Monolingual

ἀπακμάζω (Α)
παρακμάζω, εξασθενώ.