ἀργόθριξ: Difference between revisions
From LSJ
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
(big3_6) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-τριχος [[de pelo blanco]] ταῦροι Archim.<i>Bou</i>.169.13, 171.14. | |dgtxt=-τριχος [[de pelo blanco]] ταῦροι Archim.<i>Bou</i>.169.13, 171.14. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀργόθριξ]] (-τριχος) ο, η (Α)<br />αυτός που έχει άσπρες [[τρίχες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αργός]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[θριξ]] <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]] (<i>τριχός</i>) ([[μελάνθριξ]], [[καλλίθριξ]] <b>κ.ά.</b>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:58, 29 September 2017
English (LSJ)
τρῐχος, ὁ, ἡ, τό,
A white-haired, Archim.Bov.9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργόθριξ: γεν. τρῐχος, ὁ, ἡ, τό, ὁ λευκόθριξ, Ἀρχιμήδ. Πρβλ. βοεικ. 9.
Spanish (DGE)
-τριχος de pelo blanco ταῦροι Archim.Bou.169.13, 171.14.
Greek Monolingual
ἀργόθριξ (-τριχος) ο, η (Α)
αυτός που έχει άσπρες τρίχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αργός (Ι) + -θριξ < θρίξ (τριχός) (μελάνθριξ, καλλίθριξ κ.ά.)].