ἀφιλόξενος: Difference between revisions
From LSJ
μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling
(big3_8) |
(7) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον [[inhospitalario]], [[ἀγνώμων]] καὶ ἀ. Eust.1733.20. | |dgtxt=-ον [[inhospitalario]], [[ἀγνώμων]] καὶ ἀ. Eust.1733.20. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀφιλόξενος]], -ον)<br />αυτός που δεν αγαπά τους ξένους ή που δεν τους περιποιείται<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[τόπο]])<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που κατοικείται από αφιλόξενους ανθρώπους<br /><b>2.</b> αυτός που δεν αρέσει στους ξένους. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A inhospitable, Eust. 1733.20.
Spanish (DGE)
-ον inhospitalario, ἀγνώμων καὶ ἀ. Eust.1733.20.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀφιλόξενος, -ον)
αυτός που δεν αγαπά τους ξένους ή που δεν τους περιποιείται
νεοελλ.
(για τόπο)
1. εκείνος που κατοικείται από αφιλόξενους ανθρώπους
2. αυτός που δεν αρέσει στους ξένους.