ἀχρώματος: Difference between revisions
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
(big3_8) |
(7) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[incoloro]] οὐσία Pl.<i>Phdr</i>.247c, Plu.2.97a, cf. Poll.5.169.<br /><b class="num">2</b> [[que no se ruboriza]], [[desvergonzado]] Sud.s.u. [[ἄχρωμος]]. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[incoloro]] οὐσία Pl.<i>Phdr</i>.247c, Plu.2.97a, cf. Poll.5.169.<br /><b class="num">2</b> [[que no se ruboriza]], [[desvergonzado]] Sud.s.u. [[ἄχρωμος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀχρώματος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[χωρίς]] [[χρώμα]], [[άχρωμος]]<br /><b>2.</b> όποιος δεν κοκκινίζει από [[ντροπή]], [[ανερυθρίαστος]], [[αδιάντροπος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A colourless, Pl.Phdr.247c, Plu.2.97b, etc. 2 unblushing, shameless, Suid. s.v. ἄχρωμος.
German (Pape)
[Seite 420] (χρῶμα), ohne Farbe, Plat. Phaedr. 247 c. Nach B. A. p. 475 = ἀναιδής.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχρώματος: -ον, ὁ στερούμενος χρώματος, Πλάτ. Φαῖδρ. 247C, Πλούτ. 297Α. 2) ὁ μὴ ἐρυθριῶν, ἀναιδής, Α Β. 475, 9, Σουΐδ. ἐν λέξει ἄχρωμος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans couleur.
Étymologie: ἀ, χρῶμα.
Spanish (DGE)
-ον
1 incoloro οὐσία Pl.Phdr.247c, Plu.2.97a, cf. Poll.5.169.
2 que no se ruboriza, desvergonzado Sud.s.u. ἄχρωμος.
Greek Monolingual
ἀχρώματος, -ον (Α)
1. ο χωρίς χρώμα, άχρωμος
2. όποιος δεν κοκκινίζει από ντροπή, ανερυθρίαστος, αδιάντροπος.