ἀχρωμάτιστος: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
(big3_8)
(7)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no tiene color]] πνεῦμα ... οὐκ ὁρᾶται, διὰ τὸ ἀχρωμάτιστον εἶναι Arist.<i>Mete</i>.371<sup>b</sup>9, cf. 377<sup>b</sup>1, σῶμα ἀ. Epicur.<i>Fr</i>.[16] 4, de plantas op. κεχρωματισμένα Thphr.<i>Od</i>.31.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin color]] ἀχρωματίστως γὰρ τὸ κάλλος ὁρᾷ παρ' ἑαυτῇ <καὶ> συμμεμόρφωται Lib.<i>Descr</i>.30.5.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no tiene color]] πνεῦμα ... οὐκ ὁρᾶται, διὰ τὸ ἀχρωμάτιστον εἶναι Arist.<i>Mete</i>.371<sup>b</sup>9, cf. 377<sup>b</sup>1, σῶμα ἀ. Epicur.<i>Fr</i>.[16] 4, de plantas op. κεχρωματισμένα Thphr.<i>Od</i>.31.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin color]] ἀχρωματίστως γὰρ τὸ κάλλος ὁρᾷ παρ' ἑαυτῇ <καὶ> συμμεμόρφωται Lib.<i>Descr</i>.30.5.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀχρωμάτιστος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει χρωματιστεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν ανήκει σε [[καμιά]] [[πολιτική]] [[παράταξη]].
}}
}}

Revision as of 07:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχρωμάτιστος Medium diacritics: ἀχρωμάτιστος Low diacritics: αχρωμάτιστος Capitals: ΑΧΡΩΜΑΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: achrōmátistos Transliteration B: achrōmatistos Transliteration C: achromatistos Beta Code: a)xrwma/tistos

English (LSJ)

[μᾰ], ον,

   A uncoloured, Arist.Mete.371b9, 377b1, Thphr.Od.31. Adv. -τως [Lib.]Decl.30.5.

German (Pape)

[Seite 420] ungefärbt, Plut. adv. Col. 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχρωμάτιστος: -ον, ὁ μὴ κεχρωματισμένος, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1, 6., 3. 6, 1, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 31. ― Ἐπίρρ. -τως Λιβάν. 4. 1070.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no tiene color πνεῦμα ... οὐκ ὁρᾶται, διὰ τὸ ἀχρωμάτιστον εἶναι Arist.Mete.371b9, cf. 377b1, σῶμα ἀ. Epicur.Fr.[16] 4, de plantas op. κεχρωματισμένα Thphr.Od.31.
2 adv. -ως sin color ἀχρωματίστως γὰρ τὸ κάλλος ὁρᾷ παρ' ἑαυτῇ <καὶ> συμμεμόρφωται Lib.Descr.30.5.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀχρωμάτιστος, -ον)
αυτός που δεν έχει χρωματιστεί
νεοελλ.
εκείνος που δεν ανήκει σε καμιά πολιτική παράταξη.