βασανιστικός: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(big3_8)
(7)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> de pers. [[torturador]] ἡγεμόνες βίαιοι βασανιστικοί Vett.Val.75.2.<br /><b class="num">2</b> de cosas [[propio para torturar]] ξύλον βασανιστικὸν κολαστήριον Hsch.s.u. κυφόν, ὄργανον Phot.s.u. κλιμακίζειν, <i>EM</i> 769.12G., <i>AB</i> 306.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> de pers. [[torturador]] ἡγεμόνες βίαιοι βασανιστικοί Vett.Val.75.2.<br /><b class="num">2</b> de cosas [[propio para torturar]] ξύλον βασανιστικὸν κολαστήριον Hsch.s.u. κυφόν, ὄργανον Phot.s.u. κλιμακίζειν, <i>EM</i> 769.12G., <i>AB</i> 306.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[βασανιστικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που προκαλεί βάσανα, ταλαιπωρίες<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που χρησιμοποιείται για έλεγχο, [[δοκιμασία]].
}}
}}

Revision as of 07:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰσᾰνιστικός Medium diacritics: βασανιστικός Low diacritics: βασανιστικός Capitals: ΒΑΣΑΝΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: basanistikós Transliteration B: basanistikos Transliteration C: vasanistikos Beta Code: basanistiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A given to or for torturing, Vett.Val.78.15, AB306, EM769.11.    2 for testing, Them. Or.21.247c.

German (Pape)

[Seite 436] zum Foltern gehörig, VLL.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 de pers. torturador ἡγεμόνες βίαιοι βασανιστικοί Vett.Val.75.2.
2 de cosas propio para torturar ξύλον βασανιστικὸν κολαστήριον Hsch.s.u. κυφόν, ὄργανον Phot.s.u. κλιμακίζειν, EM 769.12G., AB 306.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM βασανιστικός, -ή, -όν)
αυτός που προκαλεί βάσανα, ταλαιπωρίες
αρχ.
εκείνος που χρησιμοποιείται για έλεγχο, δοκιμασία.