βαθύθριξ: Difference between revisions
From LSJ
Ζήλου τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα καὶ τὸν σώφρονα → Probi viri esto temperantisque aemulus → Dem Edlen eifre nach und dem Besonnenen
(big3_8) |
(7) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(βᾰθύθριξ) -τρῐχος<br />[[de larga vedija]] μῆλα <i>h.Ap</i>.412, δειρή de un caballo, Opp.<i>C</i>.314. | |dgtxt=(βᾰθύθριξ) -τρῐχος<br />[[de larga vedija]] μῆλα <i>h.Ap</i>.412, δειρή de un caballo, Opp.<i>C</i>.314. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βαθύθριξ]] (-τριχος), ο, η (Α)<br />αυτός που έχει μακριές και πυκνές [[τρίχες]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 424] τριχος, mit dickem, langem Haar, μῆλα βαθύτριχα (was auch von βαθύτριχος kommen kann), dichtwollig, H. h. Apoll. 412; ἵππου βαθύτριχα δείρην, dichtmähnig, Opp. C. 1, 314.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰθύθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακρὰς καὶ πυκνὰς τρίχας, Ὀππ. Κυν. 1. 313· ἐπὶ προβάτων ἐχόντων πυκνὰ ἢ μακρὰ ἔρια, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 412.
French (Bailly abrégé)
ύτριχος (ὁ, ἡ)
1 aux cheveux touffus;
2 à l’épaisse toison.
Étymologie: βαθύς, θρίξ.
Spanish (DGE)
(βᾰθύθριξ) -τρῐχος
de larga vedija μῆλα h.Ap.412, δειρή de un caballo, Opp.C.314.
Greek Monolingual
βαθύθριξ (-τριχος), ο, η (Α)
αυτός που έχει μακριές και πυκνές τρίχες.