Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βουλευτήριος: Difference between revisions

From LSJ
Pindar, Pythian, 3.61f.
(Bailly1_1)
(7)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />propre à donner un conseil, à conseiller.<br />'''Étymologie:''' βουλεύθω.
|btext=ος, ον :<br />propre à donner un conseil, à conseiller.<br />'''Étymologie:''' βουλεύθω.
}}
{{grml
|mltxt=[[βουλευτήριος]], -ον (Α)<br />ο [[αρμόδιος]] ή [[κατάλληλος]] να παρέχει συμβουλές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βουλευτήρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[βουλεύω]]) «[[βουλευτής]]» (<b>Ησύχ.</b>) ή <span style="color: red;"><</span> [[βουλευτής]].
}}
}}

Revision as of 07:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουλευτήριος Medium diacritics: βουλευτήριος Low diacritics: βουλευτήριος Capitals: ΒΟΥΛΕΥΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: bouleutḗrios Transliteration B: bouleutērios Transliteration C: vouleftirios Beta Code: bouleuth/rios

English (LSJ)

ον,

   A giving advice, κακῶν τ' Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριον A.Th.575.

German (Pape)

[Seite 457] ον, berathend, ὁ, der Rathgeber, Aesch. Spt. 557.

Greek (Liddell-Scott)

βουλευτήριος: -ον, = βουλευτικὸς Ι. 2, ὁ παρέχων συμβουλήν, κακῶν τ’ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριον Αἰσχύλ. Θήβ. 575.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
propre à donner un conseil, à conseiller.
Étymologie: βουλεύθω.

Greek Monolingual

βουλευτήριος, -ον (Α)
ο αρμόδιος ή κατάλληλος να παρέχει συμβουλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βουλευτήρ (< βουλεύω) «βουλευτής» (Ησύχ.) ή < βουλευτής.