βρώμη: Difference between revisions
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
(big3_9) |
(7) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ης, ἡ<br />[[comida]] μνησόμεθα βρώμης <i>Od</i>.10.177, cf. <i>h.Cer</i>.394, τὴν κοιλίην ἐλινύειν ἐκ πλήθεος βρώμης Hp.<i>Acut</i>.47, καρχάλεοι κύνες ὥς τε περὶ βρώμης A.R.3.1058, cf. Q.S.8.389, 10.20, Marc.Sid.53, op. la bebida ἐσθίετε βρώμην καὶ πίνετε οἶνον <i>Od</i>.10.460, 12.23, 302, op. ποτής <i>Od</i>.10.379, cf. Nic.<i>Al</i>.499, Opp.<i>C</i>.2.352. | |dgtxt=-ης, ἡ<br />[[comida]] μνησόμεθα βρώμης <i>Od</i>.10.177, cf. <i>h.Cer</i>.394, τὴν κοιλίην ἐλινύειν ἐκ πλήθεος βρώμης Hp.<i>Acut</i>.47, καρχάλεοι κύνες ὥς τε περὶ βρώμης A.R.3.1058, cf. Q.S.8.389, 10.20, Marc.Sid.53, op. la bebida ἐσθίετε βρώμην καὶ πίνετε οἶνον <i>Od</i>.10.460, 12.23, 302, op. ποτής <i>Od</i>.10.379, cf. Nic.<i>Al</i>.499, Opp.<i>C</i>.2.352. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[βρώμη]], η (Α) [[βιβρώσκω]]<br />το [[βρώμα]], η [[τροφή]].———————— <b>(II)</b><br />η<br /><b>βλ.</b> [[βρόμη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, (βιβρώσκω)
A = βρῶμα, Od.10.460, Nic.Al.499, A.R.3.1058, Opp.C.2.352.
German (Pape)
[Seite 467] ἡ, Speise, Hom. fünfmal, Odyss. 10, 177. 379. 460. 12, 23. 302. – Sp. D., z. B. Opp. Cyn. 2, 352.
Greek (Liddell-Scott)
βρώμη: ἡ, (βιβρώσκω) = βρῶμα, τροφή, Ὀδ. Κ. 460, Ὀππ. Κ. 2. 352.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
nourriture.
Étymologie: βιβρώσκω.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
comida μνησόμεθα βρώμης Od.10.177, cf. h.Cer.394, τὴν κοιλίην ἐλινύειν ἐκ πλήθεος βρώμης Hp.Acut.47, καρχάλεοι κύνες ὥς τε περὶ βρώμης A.R.3.1058, cf. Q.S.8.389, 10.20, Marc.Sid.53, op. la bebida ἐσθίετε βρώμην καὶ πίνετε οἶνον Od.10.460, 12.23, 302, op. ποτής Od.10.379, cf. Nic.Al.499, Opp.C.2.352.
Greek Monolingual
(I)
βρώμη, η (Α) βιβρώσκω
το βρώμα, η τροφή.———————— (II)
η
βλ. βρόμη.