βρυχή: Difference between revisions
From LSJ
μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon
(big3_9) |
(7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(βρῡχή) -ῆς, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[rechinamiento]] ὀδόντων A.R.2.83, Q.S.5.392.<br /><b class="num">2</b> [[rugido]] Opp.<i>H</i>.2.530. | |dgtxt=(βρῡχή) -ῆς, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[rechinamiento]] ὀδόντων A.R.2.83, Q.S.5.392.<br /><b class="num">2</b> [[rugido]] Opp.<i>H</i>.2.530. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βρυχή]], η (Α)<br /><b>1.</b> το [[τρίξιμο]] των δοντιών<br /><b>2.</b> ο [[βρυχηθμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βρύχω]] με τη σημ. 1. και <span style="color: red;"><</span> [[βρυχώμαι]] με υποχωρητικό σχηματισμό με τη σημ. 2.]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, (βρύχω)
A gnashing of teeth, ὀδόντων A.R.2.83, Q.S.5.392. II (βρυχάομαι) bellowing, Opp. H.2.530.
German (Pape)
[Seite 466] ἡ, das Zähneklappern, -knirschen, ὀδόντων Ap. Rh. 2, 83 u. a. sp. D., wie Qu. Sm. 5, 392.
Greek (Liddell-Scott)
βρῡχή: ἡ, τριγμός, τρίξιμον, ὀδόντων Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 83, κτλ. ΙΙ. (βρυχάομαι) βρυχηθμός, Ὀππ. Ἁλ. 2. 530.
Spanish (DGE)
(βρῡχή) -ῆς, ἡ
1 rechinamiento ὀδόντων A.R.2.83, Q.S.5.392.
2 rugido Opp.H.2.530.
Greek Monolingual
βρυχή, η (Α)
1. το τρίξιμο των δοντιών
2. ο βρυχηθμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρύχω με τη σημ. 1. και < βρυχώμαι με υποχωρητικό σχηματισμό με τη σημ. 2.].