γαυνάκης: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
(big3_9)
(8)
Line 7: Line 7:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[καυνάκης]].
|dgtxt=v. [[καυνάκης]].
}}
{{grml
|mltxt=[[γαυνάκης]], ο (Α)<br />ο [[καυνάκης]], [[ένδυμα]] από χοντρό ύφασμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια [[λέξη]], [[πιθανώς]] από το περσικό <i>gαunαkα</i> «[[τριχωτός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αβεστ. <i>gαοnα</i> «μαλλιά, [[χρώμα]] μαλλιών», ακκαδ. <i>gunαkku</i> «[[είδος]] πανωφοριού»)].
}}
}}

Revision as of 07:01, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

γαυνάκης: -ου, ὁ, = καυνάκης, Κλήμ. Ἀλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. καυνάκης.

Spanish (DGE)

v. καυνάκης.

Greek Monolingual

γαυνάκης, ο (Α)
ο καυνάκης, ένδυμα από χοντρό ύφασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λέξη, πιθανώς από το περσικό gαunαkα «τριχωτός» (πρβλ. αβεστ. gαοnα «μαλλιά, χρώμα μαλλιών», ακκαδ. gunαkku «είδος πανωφοριού»)].