διαγνωστικός: Difference between revisions
παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die
(big3_11) |
(9) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[capaz de discernir o reconocer]] πότερόν ἐστι δ. ἡ ἁρμονικὴ πραγματεία Plu.2.1143C, c. gen. καὶ ᾀσμάτων καὶ μελῶν τῶν ἀρίστων διαγνωστικόν Luc.<i>Salt</i>.74, cf. <i>Herm</i>.69, μέθοδος ... δ. τῶν ... πρώτων καὶ ἀσυνθέτων Nicom.<i>Ar</i>.1.13<br /><b class="num">•</b>medic. [[relativo al diagnóstico]] τὸ δ. ... κίνημα τῆς διανοίας Aristaenet.1.13.15<br /><b class="num">•</b>[[capaz de diagnosticar]] c. gen. ἵν' ᾖ (τὰ νεῦρα) διαγνωστικὰ τῶν λυπησόντων Gal.3.380, δ. θεωρία ἁπασῶν τῶν διαθέσεων Gal.1.271<br /><b class="num">•</b>[[que sirve para diagnosticar]] (σημεῖα) τῆς τε παρούσης ὑγιείας ... διαγνωστικά Gal.1.313.<br /><b class="num">2</b> [[relativo a una vista judicial]] (cf. [[διάγνωσις]] II 3) διαγνωστικὰ ὑπομνήματα actas judiciales emitidas de resultas de una [[διάγνωσις]]</i> <i>PLips</i>.34.15 (IV d.C.), <i>PSI</i> 768.13 (V d.C.), διαγνωστικοὶ ἀγῶνες conflictos legales resueltos en virtud de una [[διάγνωσις]]</i> <i>PMich.Gagos</i> 20 (VI d.C.), Iust.<i>Nou</i>.115.2.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[mediante una cognitio o vista judicial]] δ. διακρῖναι τὰ μεταξὺ τῶν δικαζομένων Iust.<i>Nou</i>.86.1. | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[capaz de discernir o reconocer]] πότερόν ἐστι δ. ἡ ἁρμονικὴ πραγματεία Plu.2.1143C, c. gen. καὶ ᾀσμάτων καὶ μελῶν τῶν ἀρίστων διαγνωστικόν Luc.<i>Salt</i>.74, cf. <i>Herm</i>.69, μέθοδος ... δ. τῶν ... πρώτων καὶ ἀσυνθέτων Nicom.<i>Ar</i>.1.13<br /><b class="num">•</b>medic. [[relativo al diagnóstico]] τὸ δ. ... κίνημα τῆς διανοίας Aristaenet.1.13.15<br /><b class="num">•</b>[[capaz de diagnosticar]] c. gen. ἵν' ᾖ (τὰ νεῦρα) διαγνωστικὰ τῶν λυπησόντων Gal.3.380, δ. θεωρία ἁπασῶν τῶν διαθέσεων Gal.1.271<br /><b class="num">•</b>[[que sirve para diagnosticar]] (σημεῖα) τῆς τε παρούσης ὑγιείας ... διαγνωστικά Gal.1.313.<br /><b class="num">2</b> [[relativo a una vista judicial]] (cf. [[διάγνωσις]] II 3) διαγνωστικὰ ὑπομνήματα actas judiciales emitidas de resultas de una [[διάγνωσις]]</i> <i>PLips</i>.34.15 (IV d.C.), <i>PSI</i> 768.13 (V d.C.), διαγνωστικοὶ ἀγῶνες conflictos legales resueltos en virtud de una [[διάγνωσις]]</i> <i>PMich.Gagos</i> 20 (VI d.C.), Iust.<i>Nou</i>.115.2.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[mediante una cognitio o vista judicial]] δ. διακρῖναι τὰ μεταξὺ τῶν δικαζομένων Iust.<i>Nou</i>.86.1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[διαγνωστικός]], -ή, -όν) [[διαγιγνώσκω]]<br /><b>1.</b> ο [[ικανός]] στο να διαγιγνώσκει<br /><b>2.</b> (για γιατρούς) ο [[ικανός]] να κάνει γρήγορη και ασφαλή [[διάγνωση]] κάποιας ασθένειας<br /><b>3.</b> αυτός που χρησιμεύει ή χρησιμοποιείται στη [[διάγνωση]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[διαγνωστική]]<br />η [[ειδικότητα]] του να καθορίζονται οι αρρώστιες με σύντομη και σαφή [[έκθεση]] τών χαρακτηριστικών συμπτωμάτων της. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:03, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A able to distinguish, ἀληθῶν καὶ ψευδῶν λόγων S.E.P.2.229, cf. Luc.Salt.74; δ. καὶ διακριτικός Id.Herm.69, cf. Gal.UP5.10; δ. θεωρία Id.1.271; δ. σημεῖα, opp. προγνωστικά, ib. 313. II belonging to a διάγνωσις 11, ὑπομνήματα PLips.34.15 (iv A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
διαγνωστικός: -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ διακρίνῃ, Λουκ. Ὀρχ. 74, κτλ.· ἡ διαγνωστική, ἡ τέχνη τοῦ διακρίνειν, διαγιγνώσκειν (ἀσθενείας), ὄνομα διδόμενον ὑπὸ μεταγενεστέρων συγγραφέων εἰς τὸ ἔργον τοῦ Γαληνοῦ περὶ πεπονθότων τόπων.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
capable de discerner, de reconnaître.
Étymologie: διαγιγνώσκω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1capaz de discernir o reconocer πότερόν ἐστι δ. ἡ ἁρμονικὴ πραγματεία Plu.2.1143C, c. gen. καὶ ᾀσμάτων καὶ μελῶν τῶν ἀρίστων διαγνωστικόν Luc.Salt.74, cf. Herm.69, μέθοδος ... δ. τῶν ... πρώτων καὶ ἀσυνθέτων Nicom.Ar.1.13
•medic. relativo al diagnóstico τὸ δ. ... κίνημα τῆς διανοίας Aristaenet.1.13.15
•capaz de diagnosticar c. gen. ἵν' ᾖ (τὰ νεῦρα) διαγνωστικὰ τῶν λυπησόντων Gal.3.380, δ. θεωρία ἁπασῶν τῶν διαθέσεων Gal.1.271
•que sirve para diagnosticar (σημεῖα) τῆς τε παρούσης ὑγιείας ... διαγνωστικά Gal.1.313.
2 relativo a una vista judicial (cf. διάγνωσις II 3) διαγνωστικὰ ὑπομνήματα actas judiciales emitidas de resultas de una διάγνωσις PLips.34.15 (IV d.C.), PSI 768.13 (V d.C.), διαγνωστικοὶ ἀγῶνες conflictos legales resueltos en virtud de una διάγνωσις PMich.Gagos 20 (VI d.C.), Iust.Nou.115.2.
II adv. -ῶς mediante una cognitio o vista judicial δ. διακρῖναι τὰ μεταξὺ τῶν δικαζομένων Iust.Nou.86.1.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α διαγνωστικός, -ή, -όν) διαγιγνώσκω
1. ο ικανός στο να διαγιγνώσκει
2. (για γιατρούς) ο ικανός να κάνει γρήγορη και ασφαλή διάγνωση κάποιας ασθένειας
3. αυτός που χρησιμεύει ή χρησιμοποιείται στη διάγνωση
4. το θηλ. ως ουσ. η διαγνωστική
η ειδικότητα του να καθορίζονται οι αρρώστιες με σύντομη και σαφή έκθεση τών χαρακτηριστικών συμπτωμάτων της.