διακουφίζω: Difference between revisions
To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)
(big3_11) |
(9) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=medic.<br /><b class="num">1</b> [[disminuir]], [[remitir ligera o temporalmente]] (οἱ πυρετοί) σμικρὰ διακουφίζοντες Hp.<i>Epid</i>.1.7, cf. 1.26.13, 3.17.1.<br /><b class="num">2</b> tr. [[mejorar]], [[aliviar]] τὸ ἧπαρ καὶ τοὺς πυρετοὺς οὐδὲ σμικρὸν οἱ ὕδεροι διακουφίζουσιν Ruf. en Orib.45.30.69, τοῖς ὀδοῦσι συμφέρει καὶ διακουφίζει τὴν κεφαλήν Ruf. en Orib.<i>Syn</i>.1.18. | |dgtxt=medic.<br /><b class="num">1</b> [[disminuir]], [[remitir ligera o temporalmente]] (οἱ πυρετοί) σμικρὰ διακουφίζοντες Hp.<i>Epid</i>.1.7, cf. 1.26.13, 3.17.1.<br /><b class="num">2</b> tr. [[mejorar]], [[aliviar]] τὸ ἧπαρ καὶ τοὺς πυρετοὺς οὐδὲ σμικρὸν οἱ ὕδεροι διακουφίζουσιν Ruf. en Orib.45.30.69, τοῖς ὀδοῦσι συμφέρει καὶ διακουφίζει τὴν κεφαλήν Ruf. en Orib.<i>Syn</i>.1.18. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διακουφίζω]] (Α) [[κουφίζω]]<br />(για επιδημική νόσο) [[γίνομαι]] προσωρινά ελαφρότερος ή ηπιότερος. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
intr.,
A become lighter for an interval, remit, σμικρὰ δ. Hp.Epid.1.7. 2 trans., relieve, σπλῆνα Ruf. ap. Orib.45.30.69.
German (Pape)
[Seite 583] erleichtern; – von Krankheiten, nachlassen, gelindert werden, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
διακουφίζω: προσκαίρως γίνομαι ἐλαφρότερος, χαλαροῦμαι (περὶ νόσων), Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 945.
Spanish (DGE)
medic.
1 disminuir, remitir ligera o temporalmente (οἱ πυρετοί) σμικρὰ διακουφίζοντες Hp.Epid.1.7, cf. 1.26.13, 3.17.1.
2 tr. mejorar, aliviar τὸ ἧπαρ καὶ τοὺς πυρετοὺς οὐδὲ σμικρὸν οἱ ὕδεροι διακουφίζουσιν Ruf. en Orib.45.30.69, τοῖς ὀδοῦσι συμφέρει καὶ διακουφίζει τὴν κεφαλήν Ruf. en Orib.Syn.1.18.
Greek Monolingual
διακουφίζω (Α) κουφίζω
(για επιδημική νόσο) γίνομαι προσωρινά ελαφρότερος ή ηπιότερος.