διάστατος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
(Bailly1_2)
(9)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />distendu ; étendu dans l’espace.<br />'''Étymologie:''' [[διΐστημι]].
|btext=ος, ον :<br />distendu ; étendu dans l’espace.<br />'''Étymologie:''' [[διΐστημι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[διάστατος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «πόλιν διάστατον» — [[πόλη]] της οποίας οι πολίτες βρίσκονται σε [[διάσταση]], [[διχόνοια]].
}}
}}

Revision as of 07:04, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

διάστᾰτος: -όν, διεστώς, διηρημένος, τὴν πόλιν βοῶν ποιείτω διάστατον Μένανδ. Χήρ. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
distendu ; étendu dans l’espace.
Étymologie: διΐστημι.

Greek Monolingual

διάστατος, -ον (Α)
φρ. «πόλιν διάστατον» — πόλη της οποίας οι πολίτες βρίσκονται σε διάσταση, διχόνοια.