διάστολον: Difference between revisions
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(big3_11) |
(9) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, τό<br />[[disposición]] μὴ παραβαίνειν τὰ προδεδηλουμένα διάστολα en una escritura <i>PLond</i>.1727.58 (VI d.C.). | |dgtxt=-ου, τό<br />[[disposición]] μὴ παραβαίνειν τὰ προδεδηλουμένα διάστολα en una escritura <i>PLond</i>.1727.58 (VI d.C.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διάστολον]], το (Α)<br />(συνηθ. στον πληθ.) <i>τα διάστολα</i><br />οι διατάξεις συμφωνητικού εγγράφου. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, in pl.,
A dispositions of a deed, PLond.1727.58(vi A. D.).
Spanish (DGE)
-ου, τό
disposición μὴ παραβαίνειν τὰ προδεδηλουμένα διάστολα en una escritura PLond.1727.58 (VI d.C.).
Greek Monolingual
διάστολον, το (Α)
(συνηθ. στον πληθ.) τα διάστολα
οι διατάξεις συμφωνητικού εγγράφου.