διαρρωγή: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(6_9)
(9)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαρρωγή''': ἡ, [[χάσμα]], [[διάστημα]] ἀφεθὲν κατὰ τὴν ἐφαρμογὴν ἐπιδέσμου, Ἱππ. Ἄρθρ. 822.
|lstext='''διαρρωγή''': ἡ, [[χάσμα]], [[διάστημα]] ἀφεθὲν κατὰ τὴν ἐφαρμογὴν ἐπιδέσμου, Ἱππ. Ἄρθρ. 822.
}}
{{grml
|mltxt=[[διαρρωγή]], η (Α)<br />[[χάσμα]], [[κενό]] που αφήνεται [[κατά]] την [[επίδεση]] με επίδεσμο.
}}
}}

Revision as of 07:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαρρωγή Medium diacritics: διαρρωγή Low diacritics: διαρρωγή Capitals: ΔΙΑΡΡΩΓΗ
Transliteration A: diarrōgḗ Transliteration B: diarrōgē Transliteration C: diarrogi Beta Code: diarrwgh/

English (LSJ)

ἡ,

   A gap, interstice, left in applying a bandage, Hp.Art. 35.

Greek (Liddell-Scott)

διαρρωγή: ἡ, χάσμα, διάστημα ἀφεθὲν κατὰ τὴν ἐφαρμογὴν ἐπιδέσμου, Ἱππ. Ἄρθρ. 822.

Greek Monolingual

διαρρωγή, η (Α)
χάσμα, κενό που αφήνεται κατά την επίδεση με επίδεσμο.