διεκπορεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
(big3_11) |
(9) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[pasar a través de]] c. [[διά]] y gen. διὰ τῆς τῶν ὅλων οὐσίας ὡς διὰ χειμάρρου διεκπορεύεται πάντα τὰ σώματα M.Ant.7.19<br /><b class="num">•</b>[[salir]], [[escapar]] κυκλωθέντες ... οὔτε πρόσω διεκπορευέσθαι δυνάμενοι D.H.9.26. | |dgtxt=[[pasar a través de]] c. [[διά]] y gen. διὰ τῆς τῶν ὅλων οὐσίας ὡς διὰ χειμάρρου διεκπορεύεται πάντα τὰ σώματα M.Ant.7.19<br /><b class="num">•</b>[[salir]], [[escapar]] κυκλωθέντες ... οὔτε πρόσω διεκπορευέσθαι δυνάμενοι D.H.9.26. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διεκπορεύομαι]] (Α) [[εκπορεύομαι]]<br /><b>1.</b> <b>(αποθ.)</b> [[εξέρχομαι]] εντελώς [[μέσα]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[διέρχομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
A go out through, D.H.9.26; pass through, traverse, διὰ τῆς τῶν ὅλων οὐσίας M.Ant.7.19.
German (Pape)
[Seite 618] heraus- u. durchgehen, Dion. Hal. 9, 26; διά τινος, M. Ant. 7, 19.
Greek (Liddell-Scott)
διεκπορεύομαι: ἀποθ., ἐξέρχομαι ἐντελῶς διὰ μέσου, Διον. Ἁλ. 9. 26.
Spanish (DGE)
pasar a través de c. διά y gen. διὰ τῆς τῶν ὅλων οὐσίας ὡς διὰ χειμάρρου διεκπορεύεται πάντα τὰ σώματα M.Ant.7.19
•salir, escapar κυκλωθέντες ... οὔτε πρόσω διεκπορευέσθαι δυνάμενοι D.H.9.26.
Greek Monolingual
διεκπορεύομαι (Α) εκπορεύομαι
1. (αποθ.) εξέρχομαι εντελώς μέσα από κάτι
2. διέρχομαι.