διαυλοδρόμος: Difference between revisions
(big3_11) |
(9) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> διαυλαδ- <i>IAphrodisias</i> 3.52.4.11 (imper.)<br />[[corredor del doble estadio]], [[ἀνήρ]] <i>IG</i> 7.1772.4 (Tespias II d.C.), <i>IAphrodisias</i> l.c., παῖς <i>IG</i> 5(1).19.8 (Laconia), <i>IKyzikos</i> 526.4 (II/III d.C.), <i>TAM</i> 5.1010.4 (Tiatira, imper.), Sch.Pi.<i>P</i>.10.22a, <i>N</i>.8.26<br /><b class="num">•</b>fig. c. falsa etim. δ. ὁ ἀλεκτρυὼν γίνεται, διὰ γὰρ τῆς αὐλῆς τρέχει Artem.4.22. | |dgtxt=-ου<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> διαυλαδ- <i>IAphrodisias</i> 3.52.4.11 (imper.)<br />[[corredor del doble estadio]], [[ἀνήρ]] <i>IG</i> 7.1772.4 (Tespias II d.C.), <i>IAphrodisias</i> l.c., παῖς <i>IG</i> 5(1).19.8 (Laconia), <i>IKyzikos</i> 526.4 (II/III d.C.), <i>TAM</i> 5.1010.4 (Tiatira, imper.), Sch.Pi.<i>P</i>.10.22a, <i>N</i>.8.26<br /><b class="num">•</b>fig. c. falsa etim. δ. ὁ ἀλεκτρυὼν γίνεται, διὰ γὰρ τῆς αὐλῆς τρέχει Artem.4.22. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διαυλοδρόμος]] και [[διαυλοδρόμης]] και διαυληδρόμος και διαυλαδρόμος, ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αγωνίζεται, τρέχει στον δίαυλο<br /><b>2.</b> (για κόκορα) αυτός που τρέχει στην [[αυλή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 609] im Diaulos wettlaufend, komisch, Artemid. 4, 24, δ. ὁ ἀλεκτρυὼν γίγνεται· διὰ γὰρ τῆς αὐλῆς τρέχει.
Greek (Liddell-Scott)
διαυλοδρόμος: ὁ ἀγωνιζόμενος τὸν δίαυλον, Συλλ. Ἐπιγρ. 2758, Keil. Ἐπιγρ. Βοιωτ. σ. 52· μεταφ, ἐπὶ τοῦ ἀλέκτορος, διὰ γὰρ τῆς αὐλῆς τρέχει Ἀρτεμίδ. 4. 24.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. διαυλοδρόμης.
Spanish (DGE)
-ου
• Alolema(s): διαυλαδ- IAphrodisias 3.52.4.11 (imper.)
corredor del doble estadio, ἀνήρ IG 7.1772.4 (Tespias II d.C.), IAphrodisias l.c., παῖς IG 5(1).19.8 (Laconia), IKyzikos 526.4 (II/III d.C.), TAM 5.1010.4 (Tiatira, imper.), Sch.Pi.P.10.22a, N.8.26
•fig. c. falsa etim. δ. ὁ ἀλεκτρυὼν γίνεται, διὰ γὰρ τῆς αὐλῆς τρέχει Artem.4.22.
Greek Monolingual
διαυλοδρόμος και διαυλοδρόμης και διαυληδρόμος και διαυλαδρόμος, ο (Α)
1. αυτός που αγωνίζεται, τρέχει στον δίαυλο
2. (για κόκορα) αυτός που τρέχει στην αυλή.