διάστρεμμα: Difference between revisions
From LSJ
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
(big3_11) |
(9) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό<br />medic. [[dislocación]], [[desviación]] Hp.<i>Mochl</i>.37, <i>Off</i>.23, <i>Prorrh</i>.2.10, Gal.18(2).888. | |dgtxt=-ματος, τό<br />medic. [[dislocación]], [[desviación]] Hp.<i>Mochl</i>.37, <i>Off</i>.23, <i>Prorrh</i>.2.10, Gal.18(2).888. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (AM [[διάστρεμμα]]) [[διαστρέφω]]<br />βίαιη [[μετατόπιση]] οστού από [[άρθρωση]], [[εξάρθρωση]], [[στραμπούλισμα]], [[βγάλσιμο]] («ἐν τοῑσι πλευροῑσι διαστρέμματα ἔχουσι»)<br /><b>μσν.</b><br />[[διαφωνία]] || <b>αρχ.-μσν.</b> διαστρεβλωμένο [[πρόβλημα]] ή [[ζήτημα]] («ἐν πᾱσι τοῑς λοιποῑς τῶν ἐναντίων πρὸς ἡμᾱς προβλήμασι καὶ διαστρέμμασιν»). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A wrench, dislocation, Hp.Off.23.
Greek (Liddell-Scott)
διάστρεμμα: -ατος, τό, στρέβλωσις, ἐξάρθρωσις, Ἱππ. κατ᾽ Ἰητρ. 748.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
medic. dislocación, desviación Hp.Mochl.37, Off.23, Prorrh.2.10, Gal.18(2).888.
Greek Monolingual
το (AM διάστρεμμα) διαστρέφω
βίαιη μετατόπιση οστού από άρθρωση, εξάρθρωση, στραμπούλισμα, βγάλσιμο («ἐν τοῑσι πλευροῑσι διαστρέμματα ἔχουσι»)
μσν.
διαφωνία