διχήρης: Difference between revisions
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
(big3_12) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(δῐχήρης) -ες<br />[[que divide en dos partes]] κύκλος ... μηνὸς δ. E.<i>Io</i> 1156. | |dgtxt=(δῐχήρης) -ες<br />[[que divide en dos partes]] κύκλος ... μηνὸς δ. E.<i>Io</i> 1156. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διχήρης]], -ες (Α)<br />χωρισμένος στα δύο. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A dividing in twain, κύκλος . . μηνὸς διχήρης, of the moon, E.Ion1156.
German (Pape)
[Seite 646] μηνός, wird der Mond Eur. Ion 1171 genannt, was gew. der Zertheiler des Monats erklärt wird.
Greek (Liddell-Scott)
διχήρης: -ες, εἰς δύο διῃρημένος, διχότομος, κύκλος… μηνός διχήρης, ἐπὶ τῆς σελήνης, Εὐρ. Ἴων. 1156.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui marque la division (du mois) en deux parties (ép. de la lune).
Étymologie: δίχα, *ἄρω.
Spanish (DGE)
(δῐχήρης) -ες
que divide en dos partes κύκλος ... μηνὸς δ. E.Io 1156.
Greek Monolingual
διχήρης, -ες (Α)
χωρισμένος στα δύο.