διχασμός: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
(big3_12)
(9)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[división en dos partes]] δεδιχασμένον διχασμῷ Aq.<i>De</i>.14.6, cf. Hdn.<i>Epim</i>.19, Ephr.Syr. en Phot.<i>Bibl</i>.247b5, Eust.857.49<br /><b class="num">•</b>[[rotura]], [[rasgadura]] en dos τοῦ διαπετάσματος Ath.Al.M.28.997B.<br /><b class="num">2</b> mat. [[división entre dos]] τὸν διχασμὸν ἐπιδεχόμενος εἰς τὰ μέρη Nicom.<i>Ar</i>.1.10, cf. <i>Theol.Ar</i>.54.<br /><b class="num">3</b> dud., quizá [[pago en dos plazos]] o bien [[reducción a la mitad]] del montante de un impuesto de manumisión Ἀρχ.Ἐφ. 1917.113.n.325 (Perrebia III d.C.).
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[división en dos partes]] δεδιχασμένον διχασμῷ Aq.<i>De</i>.14.6, cf. Hdn.<i>Epim</i>.19, Ephr.Syr. en Phot.<i>Bibl</i>.247b5, Eust.857.49<br /><b class="num">•</b>[[rotura]], [[rasgadura]] en dos τοῦ διαπετάσματος Ath.Al.M.28.997B.<br /><b class="num">2</b> mat. [[división entre dos]] τὸν διχασμὸν ἐπιδεχόμενος εἰς τὰ μέρη Nicom.<i>Ar</i>.1.10, cf. <i>Theol.Ar</i>.54.<br /><b class="num">3</b> dud., quizá [[pago en dos plazos]] o bien [[reducción a la mitad]] del montante de un impuesto de manumisión Ἀρχ.Ἐφ. 1917.113.n.325 (Perrebia III d.C.).
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[διχασμός]]) [[διχάζω]]<br />[[διαίρεση]] σε δύο μέρη, [[διχοτόμηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διχογνωμία]], [[διαφωνία]], [[διαίρεση]] σε δύο αντίπαλες παρατάξεις («[[διχασμός]] [[κόμματος]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[διχασμός]] προσωπικότητας» — [[διαταραχή]] [[κατά]] την οποία γεγονότα που σχηματίζονται στον εγκέφαλο θεωρούνται από τον πάσχοντα ότι συμβαίνουν έξω απ' τον εαυτό του ή [[κατά]] την οποία ο [[ασθενής]] αισθάνεται ότι συνυπάρχουν [[εντός]] του δύο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαίρεση]] διά δύο<br /><b>2.</b> [[πληρωμή]] σε δύο δόσεις.
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐχασμός Medium diacritics: διχασμός Low diacritics: διχασμός Capitals: ΔΙΧΑΣΜΟΣ
Transliteration A: dichasmós Transliteration B: dichasmos Transliteration C: dichasmos Beta Code: dixasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A division into two parts, Aq.De.14.6.    2 division by two, Nicom.Ar.1.10.    II payment in two instalments, dub. in Ἀρχ.Ἐφ. 1917.133 (Perrhaebia).

Greek (Liddell-Scott)

διχασμός: -οῦ, ὁ, διαίρεσις εἰς δύο, Νικόμ. 80.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 división en dos partes δεδιχασμένον διχασμῷ Aq.De.14.6, cf. Hdn.Epim.19, Ephr.Syr. en Phot.Bibl.247b5, Eust.857.49
rotura, rasgadura en dos τοῦ διαπετάσματος Ath.Al.M.28.997B.
2 mat. división entre dos τὸν διχασμὸν ἐπιδεχόμενος εἰς τὰ μέρη Nicom.Ar.1.10, cf. Theol.Ar.54.
3 dud., quizá pago en dos plazos o bien reducción a la mitad del montante de un impuesto de manumisión Ἀρχ.Ἐφ. 1917.113.n.325 (Perrebia III d.C.).

Greek Monolingual

ο (AM διχασμός) διχάζω
διαίρεση σε δύο μέρη, διχοτόμηση
νεοελλ.
1. διχογνωμία, διαφωνία, διαίρεση σε δύο αντίπαλες παρατάξεις («διχασμός κόμματος»)
2. φρ. «διχασμός προσωπικότητας» — διαταραχή κατά την οποία γεγονότα που σχηματίζονται στον εγκέφαλο θεωρούνται από τον πάσχοντα ότι συμβαίνουν έξω απ' τον εαυτό του ή κατά την οποία ο ασθενής αισθάνεται ότι συνυπάρχουν εντός του δύο
αρχ.
1. διαίρεση διά δύο
2. πληρωμή σε δύο δόσεις.