δυσλεπής: Difference between revisions
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(big3_12) |
(10) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές [[difícil de pelar]] κάρυον Nic.<i>Al</i>.271. | |dgtxt=-ές [[difícil de pelar]] κάρυον Nic.<i>Al</i>.271. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δυσλεπής]], -ές (Α)<br />αυτός που δύσκολα απολεπίζεται, που δύσκολα ξεφλουδίζεται. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A rough-husked, κάρυον Nic.Al.271.
German (Pape)
[Seite 683] ές, schwer abzuschälen, κάρυον Nic. Al. 271.
Greek (Liddell-Scott)
δυσλεπής: -ές, δυσκόλως ἐκλεπιζόμενος, δυσκολοξεφλούδιστος, κάρυον Νίκ. Ἀλ. 271.
Spanish (DGE)
-ές difícil de pelar κάρυον Nic.Al.271.
Greek Monolingual
δυσλεπής, -ές (Α)
αυτός που δύσκολα απολεπίζεται, που δύσκολα ξεφλουδίζεται.