δυσπαρακολούθητος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
(big3_12)
(10)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[difícil de seguir]], e.e., [[difícil de entender]] δυσπαρακολούθητόν τι πρᾶγμ' ἐστὶν τύχη Men.<i>Fr</i>.380, la estructura del discurso, D.H.<i>Pomp</i>.5.2, <i>Th</i>.29.1, <i>Is</i>.14.4, ἡ φράσις D.H.<i>Amm</i>.2.15.1, ἡ [[διαίρεσις]] τῶν χρόνων D.H.<i>Th</i>.9.4, cf. Corn.<i>ND</i> 7, ἡ [[διήγησις]] I.<i>AI</i> 11.68, ῥήματα Arr.<i>Epict</i>.2.12.10, ἡ σύνθεσις Demetr.<i>Eloc</i>.4, λόγια Iambl.<i>VP</i> 247.<br /><b class="num">2</b> [[que entiende con dificultad]] de pers., M.Ant.5.5, Iambl.<i>VP</i> 74, Sch.Ar.<i>Nu</i>.629.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[difícil de seguir]], e.e., [[difícil de entender]] δυσπαρακολούθητόν τι πρᾶγμ' ἐστὶν τύχη Men.<i>Fr</i>.380, la estructura del discurso, D.H.<i>Pomp</i>.5.2, <i>Th</i>.29.1, <i>Is</i>.14.4, ἡ φράσις D.H.<i>Amm</i>.2.15.1, ἡ [[διαίρεσις]] τῶν χρόνων D.H.<i>Th</i>.9.4, cf. Corn.<i>ND</i> 7, ἡ [[διήγησις]] I.<i>AI</i> 11.68, ῥήματα Arr.<i>Epict</i>.2.12.10, ἡ σύνθεσις Demetr.<i>Eloc</i>.4, λόγια Iambl.<i>VP</i> 247.<br /><b class="num">2</b> [[que entiende con dificultad]] de pers., M.Ant.5.5, Iambl.<i>VP</i> 74, Sch.Ar.<i>Nu</i>.629.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[δυσπαρακολούθητος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα παρακολουθείται, [[δυσνόητος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δύσκολα κατανοεί, αργόστροφος.
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπαρᾰκολούθητος Medium diacritics: δυσπαρακολούθητος Low diacritics: δυσπαρακολούθητος Capitals: ΔΥΣΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΤΟΣ
Transliteration A: dysparakoloúthētos Transliteration B: dysparakolouthētos Transliteration C: dysparakoloythitos Beta Code: dusparakolou/qhtos

English (LSJ)

ον,

   A hard to follow, i. e. hard to understand, Men.490, D.H.Pomp.5, Corn.ND7, J.AJ11.3.10, Arr.Epict.2.12.10.    II Act., hard of understanding, dull, M.Ant.5.5 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 686] 1) dem man schwer folgen kann, schwer zu begreifen, Dion. Hal. iud. Thuc. 9 u. a. Rhett. – 2) schwer folgend, begreifend, M. Anton. 5, 5, im compar., u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπαρᾰκολούθητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ παρακολουθήσῃ τις, δηλ. δυσνόητος, δυσκατάληπτος, Μένανδ. Ὑποβ. 10, Διον Ἁλ. π.Πομπ. 3. ΙΙ. μετὰ δυσκολίας ἐννοῶν, νωθρός, Μ.Ἀντων. 5. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 difficile à suivre, à comprendre;
2 qui suit ou comprend avec peine.
Étymologie: δυσ-, παρακολουθέω.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de seguir, e.e., difícil de entender δυσπαρακολούθητόν τι πρᾶγμ' ἐστὶν τύχη Men.Fr.380, la estructura del discurso, D.H.Pomp.5.2, Th.29.1, Is.14.4, ἡ φράσις D.H.Amm.2.15.1, ἡ διαίρεσις τῶν χρόνων D.H.Th.9.4, cf. Corn.ND 7, ἡ διήγησις I.AI 11.68, ῥήματα Arr.Epict.2.12.10, ἡ σύνθεσις Demetr.Eloc.4, λόγια Iambl.VP 247.
2 que entiende con dificultad de pers., M.Ant.5.5, Iambl.VP 74, Sch.Ar.Nu.629.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δυσπαρακολούθητος, -ον)
αυτός που δύσκολα παρακολουθείται, δυσνόητος
αρχ.
αυτός που δύσκολα κατανοεί, αργόστροφος.