εἰσήγημα: Difference between revisions
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
(big3_13) |
(10) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[propuesta]], [[moción]] τὸ εἰ. ... ἀποδοκιμάζει ἡ [[βουλή]] Aeschin.1.82, cf. Isoc.<i>Ep</i>.1.2, c. gen. subjet. τοῖς εἰσηγήμασι τῶν δημοτικῶν ... ἐναντιωθείς D.H.10.30<br /><b class="num">•</b>[[consejo]] τοῦ πατρὸς εἰσηγήματα Nic.Dam.38. | |dgtxt=-ματος, τό<br />[[propuesta]], [[moción]] τὸ εἰ. ... ἀποδοκιμάζει ἡ [[βουλή]] Aeschin.1.82, cf. Isoc.<i>Ep</i>.1.2, c. gen. subjet. τοῖς εἰσηγήμασι τῶν δημοτικῶν ... ἐναντιωθείς D.H.10.30<br /><b class="num">•</b>[[consejo]] τοῦ πατρὸς εἰσηγήματα Nic.Dam.38. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εἰσήγημα]], το (Α)<br />[[πρόταση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:06, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A motion, proposal, Aeschin.1.82 : pl., Isoc.Ep.1.2. 2 precept, Nic.Dam.p.26D.
German (Pape)
[Seite 743] τό, das Vorgetragene, der Vorschlag, Aesch. 1, 82.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσήγημα: τό, πρότασις, Αἰσχίν. 12. 3.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
motion, proposition.
Étymologie: εἰσηγέομαι.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
propuesta, moción τὸ εἰ. ... ἀποδοκιμάζει ἡ βουλή Aeschin.1.82, cf. Isoc.Ep.1.2, c. gen. subjet. τοῖς εἰσηγήμασι τῶν δημοτικῶν ... ἐναντιωθείς D.H.10.30
•consejo τοῦ πατρὸς εἰσηγήματα Nic.Dam.38.